Κάκωση στα φινλανδικά

Μετάφραση: κάκωση, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haava, vahinko, vahinkoa, vahingon, itseään, vamman
Κάκωση στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κάκωση

κάκωση σπονδυλικής στήλης, κάκωση έσω πλάγιου συνδέσμου, κάκωση ποδοκνημικής, κάκωση πλευρών, κάκωση έσω μηνίσκου, κάκωση λεξικό γλώσσας φινλανδικά, κάκωση στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • κάθομαι στα φινλανδικά - istuutua, sopia, istua, asettua, hautoa, painaa, istumaan, ...
  • κάκτος στα φινλανδικά - kaktus, cactus, kaktuksen, kaktuskasvit, cactuskuva
  • κάλπικος στα φινλανδικά - harhauttaa, väärennös, huijari, petturi, väärentää, käpälöidä, väärä, ...
  • κάλτσα στα φινλανδικά - sukka, iskeä, sock, sukan, sukat, sukkaa
Τυχαίες λέξεις
Κάκωση στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: haava, vahinko, vahinkoa, vahingon, itseään, vamman