Κάκωση στα τούρκικα
Μετάφραση: κάκωση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yara, hasar, yaralanma, yaralanması, hasarı, yaralanmalar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κάκωση
κάκωση σπονδυλικής στήλης, κάκωση έσω πλάγιου συνδέσμου, κάκωση ποδοκνημικής, κάκωση πλευρών, κάκωση έσω μηνίσκου, κάκωση λεξικό γλώσσας τούρκικα, κάκωση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κάθομαι στα τούρκικα - tünemek, oturmak, oturup, otur, yaslanın, oturun
- κάκτος στα τούρκικα - kaktüs, Cactus, kaktüsü
- κάλπικος στα τούρκικα - sahte, dolandırıcı, taklit, sözde, pseudo, yalancı, psödo
- κάλτσα στα τούρκικα - çorap, sock, bir çorap, soket çorap
Τυχαίες λέξεις
Κάκωση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yara, hasar, yaralanma, yaralanması, hasarı, yaralanmalar
Μεταφράσεις: yara, hasar, yaralanma, yaralanması, hasarı, yaralanmalar