Καθιστώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: καθιστώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
превеждам, направи, правят, оказва, оказват, прави
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθιστώ
καθιστώ αόριστοσ, καθιστώ κατέστησα, καθιστώ χωλόν, καθιστώ αγγλικά, καθιστώ ικανό, καθιστώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καθιστώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- καθιερώνω στα βουλγαρικά - канонизирам, прославям, канонизира
- καθιστικός στα βουλγαρικά - заседание, заседнал, заседналия, заседнал начин, заседнал начин на, заседналия начин
- καθοδήγηση στα βουλγαρικά - ръководство, насоки, указания, ориентиране, напътствия
- καθοδηγώ στα βουλγαρικά - ръководство, водя, водач, гид, ръководи
Τυχαίες λέξεις
Καθιστώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: превеждам, направи, правят, оказва, оказват, прави
Μεταφράσεις: превеждам, направи, правят, оказва, оказват, прави