Καθιστώ στα τούρκικα
Μετάφραση: καθιστώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kılmak, hale, işlemek, oluşturmak, vermek
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθιστώ
καθιστώ αόριστοσ, καθιστώ κατέστησα, καθιστώ χωλόν, καθιστώ αγγλικά, καθιστώ ικανό, καθιστώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, καθιστώ στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- καθιερώνω στα τούρκικα - kurmak, kutsamak, canonize, azizler listesine, azizler, azizler listesine almak
- καθιστικός στα τούρκικα - yerleşik, sedanter, sedanter yaşam, sedanter bir
- καθοδήγηση στα τούρκικα - nasihat, öğüt, rehberlik, rehber, kılavuz, yönlendirme, rehberliği
- καθοδηγώ στα τούρκικα - kılavuz, öküz, rehber, dürtmek, yönetmek, dolaysız, araçsız, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθιστώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kılmak, hale, işlemek, oluşturmak, vermek
Μεταφράσεις: kılmak, hale, işlemek, oluşturmak, vermek