Καθιστώ στα λιθουανικά

Μετάφραση: καθιστώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
padaryti, teikti, tapti, teikia, taptų
Καθιστώ στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθιστώ

καθιστώ αόριστοσ, καθιστώ κατέστησα, καθιστώ χωλόν, καθιστώ αγγλικά, καθιστώ ικανό, καθιστώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καθιστώ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • καθιερώνω στα λιθουανικά - kanonizuoti, šventuoju, Kanonizuotos, Kanonizować, Kanonizēt
  • καθιστικός στα λιθουανικά - sėdimas, nejudrus, sėslaus, sėdimas gyvenimo, sėslus
  • καθοδήγηση στα λιθουανικά - vadovavimas, gairės, rekomendacijos, gaires, orientavimo
  • καθοδηγώ στα λιθουανικά - vesti, vadovas, tiesiogiai, vadovauti, gidas, tiesus, skatinti, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθιστώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: padaryti, teikti, tapti, teikia, taptų