Καθιστώ στα εσθονικά

Μετάφραση: καθιστώ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
muutma, tegema, andma, eelisostuõigus, muuta, muuda, muudavad
Καθιστώ στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθιστώ

καθιστώ αόριστοσ, καθιστώ κατέστησα, καθιστώ χωλόν, καθιστώ αγγλικά, καθιστώ ικανό, καθιστώ λεξικό γλώσσας εσθονικά, καθιστώ στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • καθιερώνω στα εσθονικά - asutama, tuvastama, kanoniseerima, pyhimykseksi, Kanonisoida, kanoniseerinud, Kuulutab pyhimykseksi
  • καθιστικός στα εσθονικά - istuv, istuva, istuva eluviisiga, istuvast, väheliikuva
  • καθοδήγηση στα εσθονικά - nõustamine, abi, juhendamine, juhiseid, juhised, suuniseid, suunised
  • καθοδηγώ στα εσθονικά - ergutama, otse, kuupmeeter, juhtima, roolima, otsene, suunama, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθιστώ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: muutma, tegema, andma, eelisostuõigus, muuta, muuda, muudavad