Καθιστώ στα ισλανδικά
Μετάφραση: καθιστώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bakið, gera, láta, veita, láta verða
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθιστώ
καθιστώ αόριστοσ, καθιστώ κατέστησα, καθιστώ χωλόν, καθιστώ αγγλικά, καθιστώ ικανό, καθιστώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, καθιστώ στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- καθιερώνω στα ισλανδικά - stofnsetja, canonize
- καθιστικός στα ισλανδικά - kyrrsetu, kyrr, kyrrsetufólk, kyrrsetulifið
- καθοδήγηση στα ισλανδικά - leiðsaga, leiðsögn, leiðbeiningar, ráðgjöf, leiðbeiningum, leiðbeiningarnar
- καθοδηγώ στα ισλανδικά - beina, beinn, fylgja, leiðbeina, leiða, að leiðbeina, að fylgja
Τυχαίες λέξεις
Καθιστώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: bakið, gera, láta, veita, láta verða
Μεταφράσεις: bakið, gera, láta, veita, láta verða