Κανονίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κανονίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
организираме, подредите, организира, уреди, да организира
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κανονίζω
κανονίζω slang, κανονίζω ραντεβού, κανονίζω συνώνυμα, κανονίζω αγγλικα, κανονίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κανονίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- καναρίνι στα βουλγαρικά - канарче, Canary, Канари, канарено, канарско
- κανείς στα βουλγαρικά - никой, никой не, никого, никой не се
- κανονικά στα βουλγαρικά - нормално, обикновено, обикновено се, обичайно, принцип
- κανονικός στα βουλγαρικά - нормален, нормална, нормално, нормалната, нормалното
Τυχαίες λέξεις
Κανονίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: организираме, подредите, организира, уреди, да организира
Μεταφράσεις: организираме, подредите, организира, уреди, да организира