Κανονίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: κανονίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
susitarti, sutvarkyti, suorganizuoti, surengti, rengti
Κανονίζω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κανονίζω

κανονίζω slang, κανονίζω ραντεβού, κανονίζω συνώνυμα, κανονίζω αγγλικα, κανονίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κανονίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • καναρίνι στα λιθουανικά - kanarėlė, Kanarų, Canary, kanarėlių, kanarinio
  • κανείς στα λιθουανικά - niekas, niekam, nieko, nė
  • κανονικά στα λιθουανικά - paprastai, įprastai, normaliai, paprastai yra
  • κανονικός στα λιθουανικά - normalus, įprasta, normalu, normali, įprastas
Τυχαίες λέξεις
Κανονίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: susitarti, sutvarkyti, suorganizuoti, surengti, rengti