Κανονίζω στα δανικά

Μετάφραση: κανονίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ordne, arrangere, sørge, arrangerer, at arrangere, lade
Κανονίζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κανονίζω

κανονίζω slang, κανονίζω ραντεβού, κανονίζω συνώνυμα, κανονίζω αγγλικα, κανονίζω λεξικό γλώσσας δανικά, κανονίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καναρίνι στα δανικά - kanariefugl, Kanariske, Canary, kanariefrø, kanariefuglen
  • κανείς στα δανικά - nogen, nul, ingen, ingen mennesker
  • κανονικά στα δανικά - normalt, der normalt, normalt er, normal, sædvanligvis
  • κανονικός στα δανικά - normal, normale, normalt, den normale, almindelig
Τυχαίες λέξεις
Κανονίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ordne, arrangere, sørge, arrangerer, at arrangere, lade