Κανονίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: κανονίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
haga, byggja, hátta, útkljá, raða, að raða, ráðstafanir, gert ráðstafanir, skipuleggja
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κανονίζω
κανονίζω slang, κανονίζω ραντεβού, κανονίζω συνώνυμα, κανονίζω αγγλικα, κανονίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κανονίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- καναρίνι στα ισλανδικά - kanarífugl, Canary, Canaria
- κανείς στα ισλανδικά - enginn, að enginn, sem enginn
- κανονικά στα ισλανδικά - venjulega, yfirleitt, jafnaði, að jafnaði, öllu jöfnu
- κανονικός στα ισλανδικά - eðlilegt, eðlileg, eðlilegur, venjulega, eðlilega
Τυχαίες λέξεις
Κανονίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: haga, byggja, hátta, útkljá, raða, að raða, ráðstafanir, gert ráðstafanir, skipuleggja
Μεταφράσεις: haga, byggja, hátta, útkljá, raða, að raða, ráðstafanir, gert ráðstafanir, skipuleggja