Κανονίζω στα σουηδικά

Μετάφραση: κανονίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
reglera, ordna, anordna, bebygga, arrangera, ordnar, arrangerar
Κανονίζω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κανονίζω

κανονίζω slang, κανονίζω ραντεβού, κανονίζω συνώνυμα, κανονίζω αγγλικα, κανονίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, κανονίζω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • καναρίνι στα σουηδικά - kanariefågel, Canary, kanariefrö, Kanarieöarna, kanariefågeln
  • κανείς στα σουηδικά - ingen, någon, inget, att ingen, ingen som
  • κανονικά στα σουηδικά - normalt, vanligtvis, som normalt, vanligen, regel
  • κανονικός στα σουηδικά - normal, normala, normalt, vanligt
Τυχαίες λέξεις
Κανονίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: reglera, ordna, anordna, bebygga, arrangera, ordnar, arrangerar