Κανονίζω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: κανονίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ладзіць, ўладкоўваць, уладкоўваць, наладжваць, задавальняць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κανονίζω
κανονίζω slang, κανονίζω ραντεβού, κανονίζω συνώνυμα, κανονίζω αγγλικα, κανονίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κανονίζω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- καναρίνι στα λευκορωσικά - канарэйка, канарейка
- κανείς στα λευκορωσικά - чалавек, ніхто
- κανονικά στα λευκορωσικά - звычайна, правіла, як правіла
- κανονικός στα λευκορωσικά - нармальны, нармалёвы, звычайны, Звычайная, нормальный
Τυχαίες λέξεις
Κανονίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ладзіць, ўладкоўваць, уладкоўваць, наладжваць, задавальняць
Μεταφράσεις: ладзіць, ўладкоўваць, уладкоўваць, наладжваць, задавальняць