Καταπιεστικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: καταπιεστικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
натрапчив, компулсивно, натрапчиво, склоност
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταπιεστικός
καταπιεστικός σύζυγος, καταπιεστικός συνώνυμα, καταπιεστικός συνώνυμο, καταπιεστικός σύντροφος, καταπιεστικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καταπιεστικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- καταπίνω στα βουλγαρικά - лястовица, гълтане, преглъщам, преглътне, преглъщат
- καταπατητής στα βουλγαρικά - клекнал човек, клекнало, клекнал, едър овцевъд, заселник на държавна земя
- καταπληκτικός στα βουλγαρικά - изумителен, чудовищен, ненормален, удивителен, огромен
- καταπνίγω στα βουλγαρικά - корк, коркови, коркова, корков, тапа
Τυχαίες λέξεις
Καταπιεστικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: натрапчив, компулсивно, натрапчиво, склоност
Μεταφράσεις: натрапчив, компулсивно, натрапчиво, склоност