Καταπιεστικός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: καταπιεστικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
компулсивно, компулсивни, компулсивните, компулзивно, компулзивни
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταπιεστικός
καταπιεστικός σύζυγος, καταπιεστικός συνώνυμα, καταπιεστικός συνώνυμο, καταπιεστικός σύντροφος, καταπιεστικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, καταπιεστικός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- καταπίνω στα σλαβομακεδονικά - голтне, голтаат, проголта, се проголта, ги проголта
- καταπατητής στα σλαβομακεδονικά - клекнал, диви, сквотерското, сквотерско, клекнал човек
- καταπληκτικός στα σλαβομακεδονικά - ненормален, чудовишниот, огромна, фантастичен
- καταπνίγω στα σλαβομακεδονικά - плута, Корк, тапа, корка
Τυχαίες λέξεις
Καταπιεστικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: компулсивно, компулсивни, компулсивните, компулзивно, компулзивни
Μεταφράσεις: компулсивно, компулсивни, компулсивните, компулзивно, компулзивни