Καταπιεστικός στα ιταλικά
Μετάφραση: καταπιεστικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compulsivo, compulsiva, compulsivi, compulsive
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταπιεστικός
καταπιεστικός σύζυγος, καταπιεστικός συνώνυμα, καταπιεστικός συνώνυμο, καταπιεστικός σύντροφος, καταπιεστικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, καταπιεστικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- καταπίνω στα ιταλικά - rondine, inghiottire, divorare, trangugiare, ingollare, ingoiare, deglutire, ...
- καταπατητής στα ιταλικά - occupante abusivo, squatter, abusivo, abusivi, abusiva
- καταπληκτικός στα ιταλικά - magnifico, prodigioso, prodigiosa, prodigiose, prodigiosi, prodigious
- καταπνίγω στα ιταλικά - nascondere, reprimere, soffocare, sughero, tappo, di sughero, in sughero, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταπιεστικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: compulsivo, compulsiva, compulsivi, compulsive
Μεταφράσεις: compulsivo, compulsiva, compulsivi, compulsive