Καταπιεστικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: καταπιεστικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
compulsivo, compulsiva, compulsivos, compulsive, obrigatório
Καταπιεστικός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταπιεστικός

καταπιεστικός σύζυγος, καταπιεστικός συνώνυμα, καταπιεστικός συνώνυμο, καταπιεστικός σύντροφος, καταπιεστικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καταπιεστικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • καταπίνω στα πορτογαλικά - andorinha, sutura, animal, tragar, suturar, engolir, engula, ...
  • καταπατητής στα πορτογαλικά - posseiro, squatter, posseiros, favelada, de posseiros
  • καταπληκτικός στα πορτογαλικά - prodigioso, prodigiosa, prodigious, prodigiosos, prodigiosas
  • καταπνίγω στα πορτογαλικά - suprima, sufocar, abafar, estrangular, supor, cortiça, de cortiça, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταπιεστικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: compulsivo, compulsiva, compulsivos, compulsive, obrigatório