Καταπιεστικός στα λετονικά

Μετάφραση: καταπιεστικός, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piespiedu, kompulsīvi, nepārvarama, kompulsīvo, kompulsīvu
Καταπιεστικός στα λετονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταπιεστικός

καταπιεστικός σύζυγος, καταπιεστικός συνώνυμα, καταπιεστικός συνώνυμο, καταπιεστικός σύντροφος, καταπιεστικός λεξικό γλώσσας λετονικά, καταπιεστικός στα λετονικά

Μεταφράσεις

  • καταπίνω στα λετονικά - rīt, bezdelīga, norīt, norijiet, jānorij
  • καταπατητής στα λετονικά - squatter
  • καταπληκτικός στα λετονικά - apbrīnojams, milzīgs, neticams
  • καταπνίγω στα λετονικά - korķis, korķa, korķi, cork, aizbāznis
Τυχαίες λέξεις
Καταπιεστικός στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: piespiedu, kompulsīvi, nepārvarama, kompulsīvo, kompulsīvu