Καταριέμαι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: καταριέμαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
проклятие, проклятието, проклетия, клетва
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταριέμαι
καταριέμαι συνώνυμο, καταριέμαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καταριέμαι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- καταπραΰνω στα βουλγαρικά - успокоявам, утешавам, успокои, успокояват, успокояване
- καταργώ στα βουλγαρικά - премахнат, премахне, премахване на, отмени, премахва
- καταρράκτης στα βουλγαρικά - водопад, катаракт, перде, катаракта, на катаракта
- καταρρέω στα βουλγαρικά - разрушение, леяр, се апарат за формоване, плеснявам, загнивам, западам
Τυχαίες λέξεις
Καταριέμαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: проклятие, проклятието, проклетия, клетва
Μεταφράσεις: проклятие, проклятието, проклетия, клетва