Καταριέμαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: καταριέμαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verwensen, vervloeken, ketteren, vloeken, vloek, vervloeking, de vloek
Καταριέμαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταριέμαι

καταριέμαι συνώνυμο, καταριέμαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καταριέμαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καταπραΰνω στα ολλανδικά - rust, verlichten, kalmeren, sussen, verzachten, te kalmeren, te verzachten
  • καταργώ στα ολλανδικά - afschaffing, vernietiging, herroeping, annulering, intrekking, ontbinding, afschaffen, ...
  • καταρράκτης στα ολλανδικά - waterval, staar, cataract, grauwe staar, cataractoperatie, van cataract
  • καταρρέω στα ολλανδικά - instorten, ineenstorten, uiteenvallen, crisis, gieter, vormer, kneder, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταριέμαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verwensen, vervloeken, ketteren, vloeken, vloek, vervloeking, de vloek