Καταριέμαι στα εσθονικά

Μετάφραση: καταριέμαι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
needma, vanduma, vandesõna, needus, needuse, needuseks, needusest, needust
Καταριέμαι στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταριέμαι

καταριέμαι συνώνυμο, καταριέμαι λεξικό γλώσσας εσθονικά, καταριέμαι στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • καταπραΰνω στα εσθονικά - sundimatus, lõdvestuma, kergendama, leevendama, rahustama, rahustab, leevendada, ...
  • καταργώ στα εσθονικά - tagasivõtmine, kaotama, tühistama, kaotada, tühistada, kaotab
  • καταρράκτης στα εσθονικά - lahjendatud, läätsekae, kataraktide, katarakti, katarakt, kae
  • καταρρέω στα εσθονικά - krahh, langus, kollaps, valaja, Mölder, molder, vormija, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταριέμαι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: needma, vanduma, vandesõna, needus, needuse, needuseks, needusest, needust