Καταριέμαι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: καταριέμαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amaldiçoar, maldizer, caril, maldição, praga, curse, a maldição
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταριέμαι
καταριέμαι συνώνυμο, καταριέμαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καταριέμαι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- καταπραΰνω στα πορτογαλικά - suavizar, facilidade, descanso, aliviar, acalmar, soothe, acalmar a
- καταργώ στα πορτογαλικά - revogar, abolir, abolição, revogação, reler, reembolso, rescindir, ...
- καταρράκτης στα πορτογαλικά - cascatas, cachoeira, aguar, cascata, catarata, de catarata, cataratas, ...
- καταρρέω στα πορτογαλικά - colapso, crise, moldador, modelador, Molder, moldador por, moldador de
Τυχαίες λέξεις
Καταριέμαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: amaldiçoar, maldizer, caril, maldição, praga, curse, a maldição
Μεταφράσεις: amaldiçoar, maldizer, caril, maldição, praga, curse, a maldição