Καταριέμαι στα ουγγρικά
Μετάφραση: καταριέμαι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
átok, átkot, átka, átkát
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταριέμαι
καταριέμαι συνώνυμο, καταριέμαι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, καταριέμαι στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- καταπραΰνω στα ουγγρικά - kényelmesség, gördülékenység, gondtalanság, fesztelenség, csillapít, megnyugtatja, megnyugtatni, ...
- καταργώ στα ουγγρικά - visszavonás, eltörlés, megszüntet, eltöröl, eltörlésére, töröljék el, eltörli
- καταρράκτης στα ουγγρικά - hályog, vízesés, szürkehályog, cataracta, a szürkehályog
- καταρρέω στα ουγγρικά - pangás, összeomlás, szétmállik, berendezésben formázzuk, mintázó, mintakészítő, sajtoló
Τυχαίες λέξεις
Καταριέμαι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: átok, átkot, átka, átkát
Μεταφράσεις: átok, átkot, átka, átkát