Κλίνω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: κλίνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
торий, парнах, слаб, постно, на постно, постно крехко, стройна
Κλίνω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλίνω

κλίνω το ρήμα είμαι, κλίνω τα ρήματα, κλίνω το ρήμα μαθαίνω, κλίνω το ρήμα παίρνω, κλίνω προς, κλίνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κλίνω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • κλίμακα στα βουλγαρικά - школа, мащаб, скала, десетобалната система, десетобалната, мащаба
  • κλίμακας στα βουλγαρικά - школа, мащаб, скала, десетобалната система, десетобалната, мащаба
  • κλίση στα βουλγαρικά - наклон, склон, наклона, писта, склона
  • κλαίω στα βουλγαρικά - плаката, вик, вика, плача, плач, писък
Τυχαίες λέξεις
Κλίνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: торий, парнах, слаб, постно, на постно, постно крехко, стройна