Κλίνω στα τούρκικα

Μετάφραση: κλίνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
reddetmek, iniş, eksilmek, zayıf, dayamak, düşmek, azalmak, yağsız, eğim, yalın, Lean, fakir
Κλίνω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλίνω

κλίνω το ρήμα είμαι, κλίνω τα ρήματα, κλίνω το ρήμα μαθαίνω, κλίνω το ρήμα παίρνω, κλίνω προς, κλίνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, κλίνω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • κλίμακα στα τούρκικα - ölçek, ölçekli, ölçeği, çaplı, ölçekli bir
  • κλίμακας στα τούρκικα - ölçek, ölçekli, ölçeği, çaplı, ölçekli bir
  • κλίση στα τούρκικα - yetenek, eğim, yamaç, eğimi, pistleri-, şev
  • κλαίω στα τούρκικα - bağırmak, haykırış, çığlık, ses, ağlamak, ağlama, cry, ...
Τυχαίες λέξεις
Κλίνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: reddetmek, iniş, eksilmek, zayıf, dayamak, düşmek, azalmak, yağsız, eğim, yalın, Lean, fakir