Κλίνω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: κλίνω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
посно, потпреме, се потпреме, на посно, потпреме на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλίνω
κλίνω το ρήμα είμαι, κλίνω τα ρήματα, κλίνω το ρήμα μαθαίνω, κλίνω το ρήμα παίρνω, κλίνω προς, κλίνω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κλίνω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- κλίμακα στα σλαβομακεδονικά - скала, размери, обем, скалата, обемот
- κλίμακας στα σλαβομακεδονικά - скала, размери, обем, скалата, обемот
- κλίση στα σλαβομακεδονικά - падина, наклонот, наклон, патека, падината
- κλαίω στα σλαβομακεδονικά - крик, плачот, крикот, вик, плаче
Τυχαίες λέξεις
Κλίνω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: посно, потпреме, се потпреме, на посно, потпреме на
Μεταφράσεις: посно, потпреме, се потпреме, на посно, потпреме на