Κλονισμός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κλονισμός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
клатене, треперещ, разклащане, разклаща, треперене
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλονισμός
νευρικό κλονισμός, νευρικόσ κλονισμόσ, ισχυρόσ κλονισμόσ, κλονισμός γάμου, κλονισμός της πίστης, κλονισμός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κλονισμός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κλινικός στα βουλγαρικά - клиничен, клинично, клинична, клиничната, клинични
- κλινοσκεπάσματα στα βουλγαρικά - пилотно, постеля, легла, спално бельо, постелки, настилка
- κλοπή στα βουλγαρικά - кражба, кражби, кражба на, кражбата, кражбите
- κλοτσώ στα βουλγαρικά - Началният, Да надмогнеш, Отстраняване, надмогнеш, Началният сигнал
Τυχαίες λέξεις
Κλονισμός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: клатене, треперещ, разклащане, разклаща, треперене
Μεταφράσεις: клатене, треперещ, разклащане, разклаща, треперене