Κλονισμός στα ουκρανικά
Μετάφραση: κλονισμός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
струс
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλονισμός
νευρικό κλονισμός, νευρικόσ κλονισμόσ, ισχυρόσ κλονισμόσ, κλονισμός γάμου, κλονισμός της πίστης, κλονισμός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κλονισμός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κλινικός στα ουκρανικά - клінічна, клінічний, клінічне
- κλινοσκεπάσματα στα ουκρανικά - півзахисник, постільні приналежності, постільні речі, постіль, постільне приладдя, ліжок надаються
- κλοπή στα ουκρανικά - злодійський, злодійство, крадіж, крадіжка, злодійською, злодійської, крадіжку, ...
- κλοτσώ στα ουκρανικά - дурниця, видалення, Вилучення, видалити
Τυχαίες λέξεις
Κλονισμός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: струс
Μεταφράσεις: струс