Κλονισμός στα ουγγρικά
Μετάφραση: κλονισμός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lódítás, megrándulás, hülyegyerek, rázás, remegő, rázta, remegés, remegett
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλονισμός
νευρικό κλονισμός, νευρικόσ κλονισμόσ, ισχυρόσ κλονισμόσ, κλονισμός γάμου, κλονισμός της πίστης, κλονισμός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, κλονισμός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- κλινικός στα ουγγρικά - klinikai, a klinikai
- κλινοσκεπάσματα στα ουγγρικά - vászon, lenvászon, ágynemű, igényelnek pótágyat, nem igényelnek pótágyat, alom, ágynemű biztosított
- κλοπή στα ουγγρικά - lopás, a lopás, ellopása, lopást
- κλοτσώ στα ουγγρικά - rúgás, Kicking, rugdossa, rúgja, Rúgó
Τυχαίες λέξεις
Κλονισμός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: lódítás, megrándulás, hülyegyerek, rázás, remegő, rázta, remegés, remegett
Μεταφράσεις: lódítás, megrándulás, hülyegyerek, rázás, remegő, rázta, remegés, remegett