Κλονισμός στα ολλανδικά
Μετάφραση: κλονισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ruk, schok, schokken, schudden, het schudden, shaking, schudt, schudde
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλονισμός
νευρικό κλονισμός, νευρικόσ κλονισμόσ, ισχυρόσ κλονισμόσ, κλονισμός γάμου, κλονισμός της πίστης, κλονισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κλονισμός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κλινικός στα ολλανδικά - klinisch, klinische, de klinische
- κλινοσκεπάσματα στα ολλανδικά - linnen, beddegoed, beddengoed, bedden, aanwezige bedden, strooisel
- κλοπή στα ολλανδικά - ontvreemding, diefstal, diefstal van, creditcardfraude, diefstal te
- κλοτσώ στα ολλανδικά - schoppen, trappen, Kicking, schoppend, Het schoppen, schoppen van
Τυχαίες λέξεις
Κλονισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ruk, schok, schokken, schudden, het schudden, shaking, schudt, schudde
Μεταφράσεις: ruk, schok, schokken, schudden, het schudden, shaking, schudt, schudde