Κοιτάζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: κοιτάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гледам, виж, погледнете, погледнем, да изглежда
Κοιτάζω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοιτάζω

κοιτάζω ψηλά, κοιτάζω ή κυττάζω, κοιτάζω τα σπίτια, κοιτάζω ψηλά στίχοι, κοιτάζω ετυμολογία, κοιτάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κοιτάζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • κοινότυπος στα βουλγαρικά - банален, банално, Trite, изтъркано, банална
  • κοινώς στα βουλγαρικά - обикновено, често, обикновено се, често се
  • κοκαλιάρης στα βουλγαρικά - мършав, кльощава, слаб, кльощав, кльощави
  • κοκκινίζω στα βουλγαρικά - засрамване, руменина, руж, поглед, червенина
Τυχαίες λέξεις
Κοιτάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: гледам, виж, погледнете, погледнем, да изглежда