Κοιτάζω στα ουγγρικά
Μετάφραση: κοιτάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
néz, nézd, megnézi, néz ki, nézni
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοιτάζω
κοιτάζω ψηλά, κοιτάζω ή κυττάζω, κοιτάζω τα σπίτια, κοιτάζω ψηλά στίχοι, κοιτάζω ετυμολογία, κοιτάζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, κοιτάζω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- κοινότυπος στα ουγγρικά - megmerevedett, elcsépelt, banális, sablonos, közhelyszerű
- κοινώς στα ουγγρικά - általában, általánosan, gyakran, közösen, szokásosan
- κοκαλιάρης στα ουγγρικά - sovány, vékony, vézna, csontos, skinny
- κοκκινίζω στα ουγγρικά - kipirulás, flöss, öblítés, elvörösödés, pír, blush, elpirul, ...
Τυχαίες λέξεις
Κοιτάζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: néz, nézd, megnézi, néz ki, nézni
Μεταφράσεις: néz, nézd, megnézi, néz ki, nézni