Κοιτάζω στα γερμανικά

Μετάφραση: κοιτάζω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schauen, blick, entgegensehen, erwarten, gucken, sehen, aussehen, blicken, siehe, suchen, Blick
Κοιτάζω στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοιτάζω

κοιτάζω ψηλά, κοιτάζω ή κυττάζω, κοιτάζω τα σπίτια, κοιτάζω ψηλά στίχοι, κοιτάζω ετυμολογία, κοιτάζω λεξικό γλώσσας γερμανικά, κοιτάζω στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • κοινότυπος στα γερμανικά - banal, fade, klischeehaft, abgedroschen, banalen, banale, abgedroschene
  • κοινώς στα γερμανικά - gewöhnlich, gemeinsam, häufig, allgemein, üblicherweise, häufigsten
  • κοκαλιάρης στα γερμανικά - mager, dürr, dünn, dünne, dünnen
  • κοκκινίζω στα γερμανικά - erröten, wallung, blütezeit, aufschwung, fieberanfall, wasserspülung, blüte, ...
Τυχαίες λέξεις
Κοιτάζω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: schauen, blick, entgegensehen, erwarten, gucken, sehen, aussehen, blicken, siehe, suchen, Blick