Κοιτάζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κοιτάζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
parecer, aspecto, aparência, olhadela, representar, olhar, semblante, aguardar, saudades, esperar, veja, olhe, olhar para, ver
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοιτάζω
κοιτάζω ψηλά, κοιτάζω ή κυττάζω, κοιτάζω τα σπίτια, κοιτάζω ψηλά στίχοι, κοιτάζω ετυμολογία, κοιτάζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κοιτάζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κοινότυπος στα πορτογαλικά - trivial, banal, vulgar, trite, banais
- κοινώς στα πορτογαλικά - geralmente, comumente, normalmente, vulgarmente, comum
- κοκαλιάρης στα πορτογαλικά - magro, magra, magros, magricela, magras
- κοκκινίζω στα πορτογαλικά - rico, rubor, corar, cora, de blush, core
Τυχαίες λέξεις
Κοιτάζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: parecer, aspecto, aparência, olhadela, representar, olhar, semblante, aguardar, saudades, esperar, veja, olhe, olhar para, ver
Μεταφράσεις: parecer, aspecto, aparência, olhadela, representar, olhar, semblante, aguardar, saudades, esperar, veja, olhe, olhar para, ver