Κοιτάζω στα ρουμανικά

Μετάφραση: κοιτάζω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aştepta, privire, uite, uiti, te uiti, se uite, sa te uiti
Κοιτάζω στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοιτάζω

κοιτάζω ψηλά, κοιτάζω ή κυττάζω, κοιτάζω τα σπίτια, κοιτάζω ψηλά στίχοι, κοιτάζω ετυμολογία, κοιτάζω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, κοιτάζω στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • κοινότυπος στα ρουμανικά - banal, banale, trite, banală, loc comun
  • κοινώς στα ρουμανικά - de obicei, frecvent, obișnuit, mod obișnuit, uzual
  • κοκαλιάρης στα ρουμανικά - slab, skinny, slabă, slăbănog, slabe
  • κοκκινίζω στα ρουμανικά - bogat, roși, fard de obraz, blush, fard, obraz
Τυχαίες λέξεις
Κοιτάζω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: aştepta, privire, uite, uiti, te uiti, se uite, sa te uiti