Κολλώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κολλώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sujo, colar, cola, solda, abrasar, colagem, fulgor, aderir, vara, pau, da vara, bastão
Κολλώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολλώ

κολλάω κλίση, μπρίκια κολλώ, κολλώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κολλώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κολλητός στα πορτογαλικά - companheiro, camarada, cerrar, junto, fechar, fim, janota, ...
  • κολλιτσίδα στα πορτογαλικά - bardana, burdock, de bardana, do burdock, de burdock
  • κολλώδης στα πορτογαλικά - etiqueta, pegajoso, pegajosa, sticky, sticky buns, pegajosas
  • κολοκύθα στα πορτογαλικά - abóbora, bomba, bombear, da abóbora, de abóbora, pumpkin, abóbora de
Τυχαίες λέξεις
Κολλώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sujo, colar, cola, solda, abrasar, colagem, fulgor, aderir, vara, pau, da vara, bastão