Κολλώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: κολλώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
soldeersel, kleefstof, soldeer, kit, kleefmiddel, lijm, stok, stokje, plakken, te plakken
Κολλώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολλώ

κολλάω κλίση, μπρίκια κολλώ, κολλώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κολλώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κολλητός στα ολλανδικά - besluiten, dichtdoen, naast, sluiten, dichtbij, maat, dichtmaken, ...
  • κολλιτσίδα στα ολλανδικά - klit, burdock, klis, kliswortel, hoefblad
  • κολλώδης στα ολλανδικά - plakkerig, kleverig, kleverige, sticky, plakkerige
  • κολοκύθα στα ολλανδικά - pompoen, pumpkin, pompoen van, De pompoen, De pompoen van
Τυχαίες λέξεις
Κολλώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: soldeersel, kleefstof, soldeer, kit, kleefmiddel, lijm, stok, stokje, plakken, te plakken