Κτήριο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κτήριο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сграда, здание, изграждане, изграждане на, строителство, сградата
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κτήριο
κτίριο δοξιάδη, κτίριο διοίκησης τράπεζας 'alpha bank', κτίριο ορθογραφία, κτίριο 56, κτήριο οδού πειραιώς, κτήριο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κτήριο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κτήμα στα βουλγαρικά - качество, свойство, собственост, имот, имущество, имоти
- κτήνος στα βουλγαρικά - животни, животно, звяр
- κτήση στα βουλγαρικά - владения, владение, притежание, времето, топката, притежават
- κτήτορας στα βουλγαρικά - собственик, ръководство, ръководство на, Притежател, собственика
Τυχαίες λέξεις
Κτήριο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сграда, здание, изграждане, изграждане на, строителство, сградата
Μεταφράσεις: сграда, здание, изграждане, изграждане на, строителство, сградата