Κτήριο στα ουγγρικά
Μετάφραση: κτήριο, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
építés, épület, épületben, építési, épületet, épülete
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κτήριο
κτίριο δοξιάδη, κτίριο διοίκησης τράπεζας 'alpha bank', κτίριο ορθογραφία, κτίριο 56, κτήριο οδού πειραιώς, κτήριο λεξικό γλώσσας ουγγρικά, κτήριο στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- κτήμα στα ουγγρικά - birtok, Ingatlan, ingatlaniroda, ingatlanügynökünkkel, ingatlanok
- κτήνος στα ουγγρικά - állat, szörny, vadállat, fenevad, fenevadat, szörnyeteg
- κτήση στα ουγγρικά - értéktartomány, birtoklás, birtokában, birtokolta, labdabirtoklási, birtoklása
- κτήτορας στα ουγγρικά - tulajdonos, tulajdonosa, használati, tulajdonosának, tulajdonosnak
Τυχαίες λέξεις
Κτήριο στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: építés, épület, épületben, építési, épületet, épülete
Μεταφράσεις: építés, épület, épületben, építési, épületet, épülete