Κτήριο στα δανικά
Μετάφραση: κτήριο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bygning, bygningen, kontorbygning, opbygning
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κτήριο
κτίριο δοξιάδη, κτίριο διοίκησης τράπεζας 'alpha bank', κτίριο ορθογραφία, κτίριο 56, κτήριο οδού πειραιώς, κτήριο λεξικό γλώσσας δανικά, κτήριο στα δανικά
Μεταφράσεις
- κτήμα στα δανικά - gods, ejendom, egenskab, bondegård, estate, boet, ejendommen
- κτήνος στα δανικά - dyr, dyrisk, væsen, uhyre, umenneske, beast, dyret, ...
- κτήση στα δανικά - besiddelse, boldbesiddelse, tiden, besiddelse af, i besiddelse
- κτήτορας στα δανικά - ejer, Ejeren, annoncøren, ejerens
Τυχαίες λέξεις
Κτήριο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bygning, bygningen, kontorbygning, opbygning
Μεταφράσεις: bygning, bygningen, kontorbygning, opbygning