Κτήριο στα τούρκικα

Μετάφραση: κτήριο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yapı, bina, inşaat, binası, binanın
Κτήριο στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κτήριο

κτίριο δοξιάδη, κτίριο διοίκησης τράπεζας 'alpha bank', κτίριο ορθογραφία, κτίριο 56, κτήριο οδού πειραιώς, κτήριο λεξικό γλώσσας τούρκικα, κτήριο στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • κτήμα στα τούρκικα - mülk, nitelik, mal, özellik, arazi, emlak, ilanları, ...
  • κτήνος στα τούρκικα - yaratık, hayvan, der, canavar, Beast, bir canavar
  • κτήση στα τούρκικα - alan, küre, mülk, bulundurma, topa sahip olma, sahip olma, possession
  • κτήτορας στα τούρκικα - mal sahibi, sahip, sahibi, kitabı, sahibinin
Τυχαίες λέξεις
Κτήριο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yapı, bina, inşaat, binası, binanın