Κτήριο στα εσθονικά
Μετάφραση: κτήριο, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hoone, maja, kasvatav, hoones, ehitise, suurendamise, ehitus
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κτήριο
κτίριο δοξιάδη, κτίριο διοίκησης τράπεζας 'alpha bank', κτίριο ορθογραφία, κτίριο 56, κτήριο οδού πειραιώς, κτήριο λεξικό γλώσσας εσθονικά, κτήριο στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- κτήμα στα εσθονικά - omand, kinnisvara, vara, Estate, pärandvara, pärandi
- κτήνος στα εσθονικά - jõhker, lojus, loomalik, elajas, koletis, loom, jõhkard, ...
- κτήση στα εσθονικά - haldusala, valdus, määramispiirkond, omamine, valduses, valduse, valdusse
- κτήτορας στα εσθονικά - omanik, omaniku, omanikule, kodu, omanikul
Τυχαίες λέξεις
Κτήριο στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: hoone, maja, kasvatav, hoones, ehitise, suurendamise, ehitus
Μεταφράσεις: hoone, maja, kasvatav, hoones, ehitise, suurendamise, ehitus