Κτήριο στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κτήριο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
edifício, edifícios, construção, prédio, de construção, edifício de
Κτήριο στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κτήριο

κτίριο δοξιάδη, κτίριο διοίκησης τράπεζας 'alpha bank', κτίριο ορθογραφία, κτίριο 56, κτήριο οδού πειραιώς, κτήριο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κτήριο στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κτήμα στα πορτογαλικά - terras, predicado, possessão, domínio, qualidade, granja, atributos, ...
  • κτήνος στα πορτογαλικά - bicho, monstro, bruto, besta, animais, alimária, animal, ...
  • κτήση στα πορτογαλικά - esfera, posse, possessão, a posse, poder, tempo nos seus pés
  • κτήτορας στα πορτογαλικά - próprio, possuir, dono, proprietário, do proprietário, proprietário do, arrendador
Τυχαίες λέξεις
Κτήριο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: edifício, edifícios, construção, prédio, de construção, edifício de