Κτήριο στα λευκορωσικά

Μετάφραση: κτήριο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
будынак
Κτήριο στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κτήριο

κτίριο δοξιάδη, κτίριο διοίκησης τράπεζας 'alpha bank', κτίριο ορθογραφία, κτίριο 56, κτήριο οδού πειραιώς, κτήριο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κτήριο στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • κτήμα στα λευκορωσικά - добра, маёмасць, маёмасьць
  • κτήνος στα λευκορωσικά - жывёла, звер, зьвер, зверь
  • κτήση στα λευκορωσικά - валоданне, валоданьне, ўладанне, уладанне, на валоданьне
  • κτήτορας στα λευκορωσικά - ўладальнік, уладальнік, каманды, гаспадар
Τυχαίες λέξεις
Κτήριο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: будынак