Λοξός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: λοξός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наклонен, кос, скосен, косо, на наклонени
Λοξός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λοξός

λοξός αστιγματισμός, λοξός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, λοξός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • λοξοδρομώ στα βουλγαρικά - чист, стръмно, истински, прозрачен, абсолютен
  • λοξοκοιτάζω στα βουλγαρικά - loxokoitazo
  • λοξότητα στα βουλγαρικά - кос, веревен, наклон, изкривен, изрязвам косо
  • λουκάνικο στα βουλγαρικά - колбаса, наденица, колбаси, колбас, колбасарско, салам
Τυχαίες λέξεις
Λοξός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: наклонен, кос, скосен, косо, на наклонени