Λοξός στα λιθουανικά
Μετάφραση: λοξός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įstrižas, nuožulnus, įžambus, įstrižinis, pakrypęs
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λοξός
λοξός αστιγματισμός, λοξός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, λοξός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- λοξοδρομώ στα λιθουανικά - balniškumas, grynas, absoliutus, vien, balniškumu
- λοξοκοιτάζω στα λιθουανικά - loxokoitazo
- λοξότητα στα λιθουανικά - žvairas, kreivai pastatyti, įkypas, įstrižai pastatyti, asimetriškumas
- λουκάνικο στα λιθουανικά - dešrelė, dešra, dešros, dešrų, dešrelės
Τυχαίες λέξεις
Λοξός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įstrižas, nuožulnus, įžambus, įstrižinis, pakrypęs
Μεταφράσεις: įstrižas, nuožulnus, įžambus, įstrižinis, pakrypęs