Λοξός στα δανικά

Μετάφραση: λοξός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skrå, skråt, skråtstillede, skråtstillet, skæv
Λοξός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λοξός

λοξός αστιγματισμός, λοξός λεξικό γλώσσας δανικά, λοξός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • λοξοδρομώ στα δανικά - sheer, Alene, ren og skær, ren, blotte
  • λοξοκοιτάζω στα δανικά - loxokoitazo
  • λοξότητα στα δανικά - skew, påvirke, skævhed, skævt, skrå
  • λουκάνικο στα δανικά - pølse, pølser, pølsen, sausage
Τυχαίες λέξεις
Λοξός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skrå, skråt, skråtstillede, skråtstillet, skæv