Μανιασμένος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: μανιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
диво, бясно, див, лудо, невероятно
Μανιασμένος στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μανιασμένος

μανιασμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μανιασμένος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • μανεκέν στα βουλγαρικά - манекен, манекена, на манекен, манекени
  • μανιακός στα βουλγαρικά - маниак, Maniac, маниака, луд
  • μανιβέλα στα βουλγαρικά - манивела, на коляновия вал, коляно, педалния
  • μανικέτι στα βουλγαρικά - маншет, маншета, ръкавна лента, на маншета
Τυχαίες λέξεις
Μανιασμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: диво, бясно, див, лудо, невероятно