Μανιασμένος στα δανικά
Μετάφραση: μανιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bidsk, voldsom, vild, kraftig, bister, vildt, wildly
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μανιασμένος
μανιασμένος λεξικό γλώσσας δανικά, μανιασμένος στα δανικά
Μεταφράσεις
- μανεκέν στα δανικά - model, mannequin, mannequiner, modelmand, mannequinen
- μανιακός στα δανικά - manisk, maniac, sindssyg, galning, psykopat
- μανιβέλα στα δανικά - krank, håndsving, krumtap, krumtappen, håndsvinget
- μανικέτι στα δανικά - manchet, manchetten, cuff, manchettens
Τυχαίες λέξεις
Μανιασμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bidsk, voldsom, vild, kraftig, bister, vildt, wildly
Μεταφράσεις: bidsk, voldsom, vild, kraftig, bister, vildt, wildly