Μανιασμένος στα ρουμανικά
Μετάφραση: μανιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
feroce, vehement, salbatic, sălbatic, pline, pline de, wildly
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μανιασμένος
μανιασμένος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, μανιασμένος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- μανεκέν στα ρουμανικά - model, manechin, Mannequin, manechine, de manechin, de manechine
- μανιακός στα ρουμανικά - nebun, maniac, maniacul, maniac a
- μανιβέλα στα ρουμανικά - manivelă, cotit, pedalier, crank, cu manivelă
- μανικέτι στα ρουμανικά - manșetă, manseta, manșetei, cuff, bantă
Τυχαίες λέξεις
Μανιασμένος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: feroce, vehement, salbatic, sălbatic, pline, pline de, wildly
Μεταφράσεις: feroce, vehement, salbatic, sălbatic, pline, pline de, wildly